- ἔκληψις
- ἔκληψιςtaking outfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκληψις — ἔκληψις, η (AM) μίσθωση, εργολαβία 2. ενοικίαση 3. είσπραξη δημόσιων φόρων αρχ. 1. συλλογή, μάζεμα 2. το να εκλαμβάνει κανείς κάτι κατά ορισμένον τρόπο, έννοια, σημασία 3. μόνωση 4. μουσ. η άνεση από οξύτερο φθόγγο σε βαρύτερο … Dictionary of Greek
ἐκλήψει — ἔκληψις taking out fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκλήψεϊ , ἔκληψις taking out fem dat sg (epic) ἔκληψις taking out fem dat sg (attic ionic) ἐκλαμβάνω receive from fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλήψεις — ἔκληψις taking out fem nom/voc pl (attic epic) ἔκληψις taking out fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκληψιν — ἔκληψις taking out fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρεία — λαβρεία, ἡ (Α) [λαβρεύομαι] 1. φλυαρία με θρασύτητα και προπέτεια 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ λόγου ἔκληψις» … Dictionary of Greek
ԱՐՏԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0378 Chronological Sequence: Early classical գ. Ի բաց առումն. բարձումն կամ արտակացութիւն. որպէս նիւթական թարգմանութիւն յն. ձայնիս. ἕκληψις exceptio, collectio եւն. *Կատարեաց զխնդրուածս նոցա, եւ զորբութիւն արտառութեան անձանց սրտկեղ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἐκλήψεως — ἐκλήψεω̆ς , ἔκληψις taking out fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλήψῃ — ἐκλήψηι , ἔκληψις taking out fem dat sg (epic) ἐκλαμβάνω receive from fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)